πραγματοκρατικός

πραγματοκρατικός
-ή, -ό, Ν [πραγματοκρατία]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματοκρατία
2. το αρσ. ως ουσ. οπαδός τής θεωρίας τής πραγματοκρατίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πραγματοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματοκρατία: Πραγματοκρατικές απόψεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”